- ἔργανα
- ἔργανα, τά (also γέργανα, i.e. ϝέργ-),A = ἐργαλεῖα, Hsch. [full] ἐργανεῖον (-λεῖον cod., extra ordinem), τό, = ἐργαστήριον ([dialect] Tarent.), Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔργανα — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὤργαν' — ἔργανα , ἔργανα neut nom/voc/acc pl ἔργαναι , ἐργάνη worker fem nom/voc pl ὄργανα , ὄργανον instrument neut nom/voc/acc pl ὄργανα , ὄργανος working neut nom/voc/acc pl ὄργανε , ὄργανος working masc voc sg ὄργαναι , ὄργανος working fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)